- δυσκύμαντος
- δυσκύμαντος, -ον (Α)φρ. «δυσκύμαντα κακά» — δεινά μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα (Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκύμαντα — δυσκύμαντος from the stormy sea. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)